συμμαχικῶς
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
French (Bailly abrégé)
adv.
en allié.
Étymologie: συμμαχικός.
Russian (Dvoretsky)
συμμᾰχικῶς: как союзники, как подобает союзникам (περί τινος βουλεύεσθαι Isocr.).