χαροποιός

From LSJ
Revision as of 18:35, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰροποιός Medium diacritics: χαροποιός Low diacritics: χαροποιός Capitals: ΧΑΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: charopoiós Transliteration B: charopoios Transliteration C: charopoios Beta Code: xaropoio/s

English (LSJ)

όν, A gladdening, Procl.Par.Ptol.16, Hsch. s.v. εὐρίζων ἀγαλλιάματι, f.l. for χαροποί in LXX Ge.49.12.

German (Pape)

[Seite 1339] Freude machend, erfreuend, θυσίαι Eur. Hec. 917 u. Χάριτες Phoen. 800 f. L. statt χοροποιός, nach Pors.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰροποιός: -όν, ὁ προξενῶν χαράν, φαιδρύνων, κάμνων τινὰ νὰ χαίρη, ὁφθαλμοὶ Ἑβδ. (Γεν. ΜΘ΄, 12), πρβλ. Σχόλ. εἱς Ἱλ. Ν 82, Σουΐδ.· - πρβλ. χοροποιός. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 149, 151.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui réjouit, agréable.
Étymologie: χαρά, ποιέω.

Greek Monolingual

-ό / χαροποιός, -όν, ΝΜΑ
χαρμόσυνος
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. χωρίς άρθ. ως επίρρ.) χαροποιά
χαρμόσυνα, με χαρά
μσν.-αρχ.
χαρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρά + -ποιός].

Russian (Dvoretsky)

χᾰροποιός: радующий, радостный (θυσία Eur.).