ἀνάδετος
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
ον, A binding up hair, μίτραι E.Hec.923. 2 in pass. sense, πῶλον Χαρίτων μίτραις ἀνάδετον Him.Ecl.13.36.
German (Pape)
[Seite 186] aufgebunden, μίτραι, Eur. Hec. 913, die aufgebundenen, das Haar selbst aufbindenden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδετος: -ον, ὁ ἀναδεδεμένος, ἐγὼ δὲ πλόκαμον ἀναδέτοις μίτραισιν ἐρρυθμιζόμαν Εὐρ. Ἑκ. 923, ὅπερ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ηὐτρέπιζον κατὰ τάξιν καὶ ἐκόσμουν ἐν μίτραις καὶ ταινίαις ἐπάνω τῆς κεφαλῆς δεδεμέναις».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 attaché en haut;
2 qui retient (les cheveux) relevés.
Étymologie: ἀναδέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 ceñido (πῶλον) ταῖς Χαρίτων μίτραις ὅλον ποιήσας ἀνάδετον Him.12.36.
2 que recoge hacia arriba el cabello μίτραι E.Hec.923.
Greek Monolingual
ἀνάδετος, -ον (Α) ἀναδέω
αυτός που δένει κάτι προς τα επάνω ή που είναι δεμένος προς τα επάνω.
Greek Monotonic
ἀνάδετος: -ον, αυτός που μαζεύει και δένει τα μαλλιά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάδετος: повязанный на голову, обвивающий голову (μίτραι Eur.).