ἀπαράγραφος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον, A incapable of definition, ποσότης Plb.16.12.10.
German (Pape)
[Seite 279] unbegrenzt, nicht zu bestimmen, ποσότης Pol. 16, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράγραφος: -ον, ἀπροσδιόριστος, ποσότης Πολύβ. 16. 12, 10.
Spanish (DGE)
-ον indefinible ποσότης Plb.16.12.10.
Greek Monolingual
ἀπαράγραφος, -ον (Α)
ακαθόριστος, απροσδιόριστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαράγρᾰφος: не определенный, не поддающийся определению (ποσότης Polyb.).