Πελοποννησιακός
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du Péloponnèse ; τὰ Πελοποννησιακά, l’époque de la guerre du Péloponnèse.
Étymologie: Πελοπόννησος.
Russian (Dvoretsky)
Πελοποννησιακός: пелопоннесский Plat.
Middle Liddell
Πελοποννησιακός, ή, όν
Peloponnesian, Strab.