κυανοβλέφαρος
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ον, A dark-eyed, AP5.60 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 1521] mit schwarzen Augenwimpern, schwarzäugig, Rufin. 7 (V, 61).
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον, ἔχων μελαίνας βλεφαρίδας, κοινῶς «μαυρομμάτης», Ἀνθ. Π. 5. 61.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux paupières garnies de cils noirs ; pê aux yeux noirs.
Étymologie: κύανος, βλέφαρον.
Greek Monolingual
κυανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικοβλέφαρος, χαριτοβλέφαρος].
Greek Monotonic
κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει σκοτεινό βλέμμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνοβλέφᾰρος: с черными ресницами или черноглазый Anth.