μολπαῖος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ον, A tuneful, ἀοιδάν Erinn.6.7.
German (Pape)
[Seite 200] zum Gesange gehörig, sangreich, ἀοιδά, Erinn. 3 (VII, 712).
Greek (Liddell-Scott)
μολπαῖος: -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς μολπήν, ἀοιδή Ἤριννα 5.
Greek Monolingual
μολπαῖος, -ον (Α) μολπή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μολπή, αρμονικός, μελωδικός.
Russian (Dvoretsky)
μολπαῖος: певучий (ἀοιδή Anth.).