ποδαβρός

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδαβρός Medium diacritics: ποδαβρός Low diacritics: ποδαβρός Capitals: ΠΟΔΑΒΡΟΣ
Transliteration A: podabrós Transliteration B: podabros Transliteration C: podavros Beta Code: podabro/s

English (LSJ)

όν, A tender-footed, Orac. ap. Hdt.1.55.

German (Pape)

[Seite 642] fußzart, zart, weichlich an den Füßen, Orak. b. Her. 1, 55, wo man auch πόδ' ἁβρός schreibt.

Greek (Liddell-Scott)

ποδαβρός: -όν, ὁ ἔχων ἁβροὺς πόδας, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 55.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
à la démarche efféminée.
Étymologie: πούς, ἁβρός.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που έχει αβρά, τρυφερά πόδια («τρυφῆς ἦν καὶ οὐκ ἀρετῆς ὁ παδαβρὸς ἐπωνυμία,» Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἀβρός].

Greek Monotonic

ποδαβρός: -όν, αυτός που έχει λεπτά, μαλακά πόδια, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.

Russian (Dvoretsky)

ποδαβρός: с нежными (невыносливыми) ногами Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδαβρός -όν [πούς, ἁβρός] met tere voet.

Middle Liddell

ποδ-αβρός, όν
tenderfooted, Orac. ap. Hdt.