πολύσκαλμος

From LSJ
Revision as of 21:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσκαλμος Medium diacritics: πολύσκαλμος Low diacritics: πολύσκαλμος Capitals: ΠΟΛΥΣΚΑΛΜΟΣ
Transliteration A: polýskalmos Transliteration B: polyskalmos Transliteration C: polyskalmos Beta Code: polu/skalmos

English (LSJ)

ον, A many-oared, AP7.295.

German (Pape)

[Seite 673] vielruderig, ναυτιλία, Leonid. Tar. 91 (VII, 295).

Greek (Liddell-Scott)

πολύσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς σκαλμούς, πολύκωπος, Ἀνθ. Π. 7. 295.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses rames.
Étymologie: πολύς, σκαλμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σκαλμός.

Greek Monotonic

πολύσκαλμος: -ον, αυτός που έχει πολλά κουπιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύσκαλμος: многовесельный (ναυτιλία Anth.).

Middle Liddell

πολύσκαλμος, ον,
many-oared, Anth.