ἐγγαληνίζω
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
τῷ βίῳ, spend life calmly, Epicur.Ep.1p.4U.
German (Pape)
[Seite 700] darin ruhig, still sein, D. L. 10, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγᾰληνίζω: μέλλ. -ίσω, εἶμαι γαλήνιος, διάγω ἡσύχως, Διογ. Λ. 10. 37.
Spanish (DGE)
procurar tranquilidad τῷ βίῳ Epicur.Ep.[2] 37.
Greek Monolingual
ἑγγαληνίζω (Α)
είμαι γαλήνιος, ζω ήσυχα.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγᾰληνίζω: быть спокойным или спокойно наслаждаться (βίῳ Diog. L.).