ἑκατόμπολις

From LSJ
Revision as of 13:00, 24 May 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτόμπολις Medium diacritics: ἑκατόμπολις Low diacritics: εκατόμπολις Capitals: ΕΚΑΤΟΜΠΟΛΙΣ
Transliteration A: hekatómpolis Transliteration B: hekatompolis Transliteration C: ekatompolis Beta Code: e(kato/mpolis

English (LSJ)

ι, A with a hundred cities, Κρήτη Il.2.649; of Laconia, Str.8.4.11 :—also ἑκατοντάπολις [τᾰ], Κρήτη Id.10.4.15.

German (Pape)

[Seite 752] mit hundert Städten; Κρήτη Il. 2, 649; Λακωνική Strab. VIII, 362.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτόμπολις: ι, ἐπὶ χώρα, ἡ ἔχουσα ἑκατὸν πόλεις, οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 649, πρβλ. Στράβωνα 362.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιος;
aux cent villes.
Étymologie: ἑκατόν, πόλις.

English (Autenrieth)

hundred-citied, in round numbers (cf. Od. 19.174), epithet of Crete, Il. 2.649†.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτόμπολις) -εως
la que tiene cien ciudades epít. de la isla de Creta Il.2.649, cf. Scyl.Per.47, Seru.Aen.3.106, Isid.Etym.14.6.15, de Esparta, Str.8.4.11
como adj. λαός ref. los cretenses, Nonn.D.13.227, 378, cf. ἑκατοντάπολις.

Greek Monolingual

ἑκατόμπολις, -ι (Α)
(για χώρες) αυτός που έχει εκατό πόλεις.

Greek Monotonic

ἑκᾰτόμπολις: -ι, η χώρα που αριθμεί εκατό πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατόμπολις: имеющий сто (или множество) городов, стоградный (Κρήτη Hom.).

Middle Liddell

with a hundred cities, Il.