ὀφρυόσκιος

From LSJ
Revision as of 12:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφρῠόσκῐος Medium diacritics: ὀφρυόσκιος Low diacritics: οφρυόσκιος Capitals: ΟΦΡΥΟΣΚΙΟΣ
Transliteration A: ophryóskios Transliteration B: ophryoskios Transliteration C: ofryoskios Beta Code: o)fruo/skios

English (LSJ)

ον, A shaded by the eyebrows, ὀφθαλμός Pl.(Com.?)ap.Arist.Top.140a4 (om. Kock).

German (Pape)

[Seite 428] von den Augenbrauen überschattet, ὀφθαλμός, Arist. top. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφρυόσκιος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ὀφρύων σκιαζόμενος, «εἰ μὴ κειμένοις ὀνόμασι χρῆται· οἷον Πλάτων (ὁ Κωμικός;) ὀφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμὸν (ἐξυπ. εἶπεν)» παρ’ Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 4.

Greek Monolingual

ὀφρυόσκιος, -ον (Α)
(κωμική λ.) αυτός που σκιάζεται από τα φρύδια («ὁφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν», Πλάτ. Κωμικός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + σκιά (πρβλ. δολιχό-σκιος)].

Russian (Dvoretsky)

ὀφρυόσκιος: осеняемый бровью (ὀφθαλμός Arst.).