ὑπερευφραίνομαι

From LSJ
Revision as of 02:07, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερευφραίνομαι: Παθ., χαίρω εἰς ὑπερβολήν, Λουκ. Ἔρωτ. 5 αὐτὸ τοῦτο, διά…, ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρομ. 2· ἐπί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 1, 3.

Greek Monotonic

ὑπερευφραίνομαι: Παθ., χαίρομαι υπερβολικά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερευφραίνομαι: чрезвычайно радоваться (τι Luc.).

Middle Liddell


Pass. to rejoice exceedingly, Luc.