τελλίνη
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, a A small bivalve shellfish, = ξιφύδριον, Hp.Vict.2.48, Sopat.7, Xenocr. ap. Orib.2.58.116, Dsc.2.6.
German (Pape)
[Seite 1088] ἡ, eine Muschelart, Ath. III, 90 c; auch ξιφύδριον genannt, Marc. Sid. 38.
Greek (Liddell-Scott)
τελλίνη: [ῑ], ἡ, εἶδος ὀστρακοδέρμου ὅπερ ἐκ τοῦ σχήματος καλεῖται καὶ ξιφύδριον, Ἐπίχ. 78 Abr., Σώπ. παρ’ Ἀθην. 86Α.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και τελλίνα Ν, και δωρ. τ. τελλίνα και τέλλη και τέλλις Α
νεοελλ.
ζωολ. συγγενικό προς το γένος δόναξ γένος δίθυρων μαλακίων της οικογένειας τελλινίδες είδη του οποίου απαντούν και στην Ελλάδα
αρχ.
είδος μικρού οστράκου, το οποίο, λόγω του σχήματός του, ονομαζόταν και ξιφύδριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tellina].
Frisk Etymology German
τελλίνη: {tellínē}
Grammar: f.
Meaning: N. eines Muscheltieres, = ξιφύδριον (Hp., Dsk. u.a.); auch τέλλιν Akk. (Epich. 43; unsicher 114).
Etymology : Unerklärt. Abzulehnen Stokes BB 19, 89.
Page 2,869