ἀλλογλωσσία
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ἡ, A use of a strange tongue, difference of tongue, J.AJ1.5.1.
German (Pape)
[Seite 103] ἡ, Sprachverschiedenheit, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλογλωσσία: ἡ, χρῆσις ξένης γλώσσης, διαφορὰ γλώσσης, Ἰωσήπ. Α. Ἰ, 1. 5, 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
diversidad de lenguasdespués de Babel, I.AI 1.120.
Greek Monolingual
η (Α ἀλλογλωσσία) ἀλλόγλωσσος
χρησιμοποίηση ξένης γλώσσας, διαφορά γλώσσας.