ὀδμή
English (LSJ)
older form of ὀσμή.
German (Pape)
[Seite 293] ἡ, = ὀσμή, Geruch, Duft; sowohl angenehmer, Wohlgeruch, κέδρου Od. 5, 59, ἡδεῖα 7, 210, θεσπεσίη οἴν ου 211, als unangenehmer, Gestank, von den Robben, πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν 4, 406, δεινὴ θεείου Il. 14, 415; ὀδμὰ κίδναται, Pind. frg. 95; τίς ὀδμὰ προσέπτα μ' ἀφεγγής; Aesch. Prom. 115; u. in Prosa, ῥόδα ὀδμῇ ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων, Her. 8, 138, ὀδμὴν βαρέαν παρέχεται, 2, 94, μεθύσκεσθαι τῇ ὀδμῇ, 1, 202; Sp., wie Plut. u. Luc., ὀδμὴ δεινὴ διεδέχετο ἡμᾶς, V. H. 2, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδμή: ἡ, παλαιότερος Ἐπικ. καὶ Ἰων. τύπος τοῦ ὀσμή, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
odeur.
Étymologie: R. Ὀδ, sentir ; cf. ὄζω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀδμή, ἡ (Α)
(παλαιότ. επικ. τ.) βλ. οσμή.
Greek Monotonic
ὀδμή: ἡ, αρχ. Επικ. και Ιων. τύπος του ὀσμή.
Russian (Dvoretsky)
ὀδμή: дор. ὀδμά ἡ запах Hom., Pind. etc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: smell, odour,
See also: s. ὄζω.
Frisk Etymology German
ὀδμή: {odmḗ}
Grammar: f.
Meaning: Geruch, Duft,
See also: s. ὄζω.
Page 2,349