μετωποσκόπος

From LSJ
Revision as of 19:01, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωποσκόπος Medium diacritics: μετωποσκόπος Low diacritics: μετωποσκόπος Capitals: ΜΕΤΩΠΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: metōposkópos Transliteration B: metōposkopos Transliteration C: metoposkopos Beta Code: metwposko/pos

English (LSJ)

ον, A observing the forehead, judging of men by their foreheads, Plin.HN35.88, Suet.Tit.2.

German (Pape)

[Seite 164] stirnbeschauend, der aus der Stirne die Sinnesart der Menschen beurtheilt, Clem. Al. paed. 3, 3, 15; vgl. Plin. H. N. 35, 11.

Greek (Liddell-Scott)

μετωποσκόπος: -ον, ὁ μαντευόμενος διὰ τῶν ῥυτίδων τοῦ μετώπου, Κλήμ. Ἀλ. 261, πρβλ. Πλίν. 33, 11, Sueton. Tit. 2.

Greek Monolingual

ο (Α μετωποσκόπος)
αυτός που μπορεί να διαγνώσει τον χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση του μετώπου και τών ρυτίδων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. μετεωροσκόπος, ονειροσκόπος].

Russian (Dvoretsky)

μετωποσκόπος: рассматривающий или исследующий лоб, т. е. физиономист Suet.