θαλασσοειδής

From LSJ
Revision as of 13:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσοειδής Medium diacritics: θαλασσοειδής Low diacritics: θαλασσοειδής Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thalassoeidḗs Transliteration B: thalassoeidēs Transliteration C: thalassoeidis Beta Code: qalassoeidh/s

English (LSJ)

ές, A like the sea, sea-green, Hp.Vid.Ac.1, Democr. Eph.1, Str.17.1.35; χρῶμα HeroAut.30.6.

German (Pape)

[Seite 1182] ές, meerähnlich, von der Farbe, ἱμάτια Ath. XII, 525 d aus Democr.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσοειδής: -ές, ὅμοιος τῇ θαλάσσῃ, ἔχων τὸ τῆς θαλάσσης χρῶμα, ἱμάτια Δημόκρ. Ἐφ. παρ’ Ἀθην. 525D.

Spanish

que tiene forma de mar

Greek Monolingual

-ές (Α θαλασσοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -ειδής (< είδος), πρβλ. κυματοειδής, ομοειδής].

Russian (Dvoretsky)

θαλασσοειδής: цвета морской воды (θαλασσοειδῆ ἱμάτια Democr.).