τόρνευμα

From LSJ
Revision as of 13:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόρνευμα Medium diacritics: τόρνευμα Low diacritics: τόρνευμα Capitals: ΤΟΡΝΕΥΜΑ
Transliteration A: tórneuma Transliteration B: torneuma Transliteration C: tornevma Beta Code: to/rneuma

English (LSJ)

ατος, τό, A whirling motion, as of a lathe; cf. τόρευμα ΙΙ. 2 pl., turner's chips or shavings. Hp.Ulc.12, IG11(2).287A23 (Delos, iii B. C.), Dsc. 1.80, Ruf.Ren.Ves.8.5.

Greek (Liddell-Scott)

τόρνευμα: τό, κίνησις περιφερική, ὡς ἡ τοῦ τόρνου, πρβλ. τόρευμα. 2) τορνεύματα, τὰ ἐκ τοῦ τόρνου πίπτοντα ξύσματα, ῥινήματα, Διοσκ. 1. 108.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ και τόρνεμα Ν τορνεύω
νεοελλ.
1. η τόρνευση, το τορνάρισμα
2. το αποτέλεσμα του τορνεύω, έργο επεξεργασμένο στον τόρνο
μσν.-αρχ.
στον πληθ. τὰ τορνεύματα
τα ξύσματα από την τόρνευση, πριονίδια, ρινίσματα
αρχ.
η περιστροφική κίνηση του τόρνου, καθώς και κάθε άλλη παρόμοια κίνηση.