περιεργασία

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιεργᾰσία Medium diacritics: περιεργασία Low diacritics: περιεργασία Capitals: ΠΕΡΙΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: periergasía Transliteration B: periergasia Transliteration C: periergasia Beta Code: periergasi/a

English (LSJ)

ἡ, A = περιεργία 1.1, Longin.3.4 : pl., Aristid. Rh.2p.535S.

Greek (Liddell-Scott)

περιεργᾰσία: ἡ, = περιεργία Λογγῖν. 3. 4. ΙΙ. μέριμνα, θλῖψις, Achmes Ὀνειροκρ. 231.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ περιεργάζομαι
1. μάταιη, ανώφελη περιέργεια
2. απασχόληση με ανώφελα και ασήμαντα πράγματα
μσν.
1. ενασχόληση με τη μαγεία
2. μέριμνα, θλίψη.