φακιάλιον

From LSJ
Revision as of 12:12, 6 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰκιάλιον Medium diacritics: φακιάλιον Low diacritics: φακιάλιον Capitals: ΦΑΚΙΑΛΙΟΝ
Transliteration A: phakiálion Transliteration B: phakialion Transliteration C: fakialion Beta Code: fakia/lion

English (LSJ)

[ᾱλ], τό, (Lat.A faciale) face-cloth, turban, towel, Dura4100 (iii A. D.), PTeb.406.18 (iii A. D.), Edict.Diocl.26.99, 114, 29.38, Lyd. Mag.1.32; also written φακιάριον, τό, POxy.114.7 (ii/iii A. D.), etc., and πακιάλιον, φακιόλιον (qq.v.).

Greek Monolingual

το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α
είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciale «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»].

Frisk Etymology German

φακιάλιον: {phakiálion}
Forms: auch -ιάριον, -ιόλιον, πακιάλιον
Grammar: n.
Meaning: Gesichtstuch, Kopftuch, Handtuch (sp. Pap. u.a.).
Etymology : Aus lat. faciāle; Einzelheiten bei Georgacas Glotta 36, 187.
Page 2,985