ὁρμιστηρία

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμιστηρία Medium diacritics: ὁρμιστηρία Low diacritics: ορμιστηρία Capitals: ΟΡΜΙΣΤΗΡΙΑ
Transliteration A: hormistēría Transliteration B: hormistēria Transliteration C: ormistiria Beta Code: o(rmisthri/a

English (LSJ)

ἡ, A cord or chain for holding fast or hanging up a thing, Ph.Bel.91.12, D.S.17.44.

German (Pape)

[Seite 382] ἡ, Seil, um Etwas fest, in der Höhe zu erhalten, D. Sic. 17, 44, v.l. ὁρμητηρία.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμιστηρία: ἡ, σχοινίονἅλυσις πρὸς πρόσδεσιν ἢ ἐξάρτησιν πράγματός τινος, Διόδ. 17. 44, Φίλων Βελοπ. 91Β.

Greek Monolingual

ὁρμιστηρία, ἡ (Α)
αλυσίδα ή σχοινί με το οποίο προσδένεται ή από το οποίο εξαρτάται ένα αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιστήρ (< ὁρμίζω < ὅρμος [ΙΙ])].

Russian (Dvoretsky)

ὁρμιστηρία: ἡ канат для поднятия или подвешивания тяжестей Diod.