δμήτειρα
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
German (Pape)
[Seite 650] ἡ, Bezwingerin, entstanden aus δμητέρια, fem. von δμητήρ; Homer einmal, Iliad. 14, 259 εἰ μὴ νὺξ δμήτειρα θεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν, nach Scholl. Didym. Zenodot u. Aristophanes μήτειρα, Porphyrius Scholl. Iliad 8, 1 p. 216 a 45 εἰ μὴ νὺξ δὴ μήτηρ τε θεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui dompte, qui maîtrise.
Étymologie: δαμάω.
English (Autenrieth)
(δάμνημι): subduer; νύξ, Il. 14.259†.
Russian (Dvoretsky)
δμήτειρα: ἡ укротительница, победительница (νὺξ δ. θεῶν Hom.).