κυλίστρα

Revision as of 13:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A place for horses to roll in, Poll.1.183, Hippiatr. 5, Sch.Ar.Ra.935; cf. καλίστρα.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλίστρα: ἡ, τόπος ἐν ᾧ ἵπποι κυλίονται, Ξεν. Ἱππ. 5, 3, Ἱππιατρ. 27. 25, Πολυδ. Α΄, 183· πρβλ. κονίστρα.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
lieu où les chevaux se roulent dans la poussière ou sur l’herbe.
Étymologie: κυλίνδω.

Greek Monolingual

η (AM κυλίστρα) κυλίνδω
ειδικό μέρος όπου κυλιούνται τα άλογα και γενικά τα ζώα
νεοελλ.
επικλινής και λεία φυσική ή τεχνητή επιφάνεια, στην οποία κατολισθαίνουν τα παιδιά παίζοντας, τσουλίστρα, τσουλήθρα
αρχ.
κονίστρα παλαίστρας.

Greek Monotonic

κῠλίστρα: ἡ, χώρος για κύλισμα αλόγων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῠλίστρα: ἡ место, где катаются по земле лошади Xen.

Middle Liddell

κῠλίστρα, ἡ,
a place for horses to roll in, Xen.