συκοφάντρια

Revision as of 10:19, 3 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, fem. of συκοφάντης (common informer, voluntary denouncer, extortioner, professional swindler, confidential agent, sycophanta, humbug, delator, false accuser, slanderer, sycophant, false adviser), Ar.Pl.970, PMasp.97 ii 39 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, fem. zu συκοφάντης, Ar. Plut. 970.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Πλ. 970.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. de συκοφάντης.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. συκοφάντης.

Greek Monotonic

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. του συκοφάντης, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκοφάντρια -ας, ἡ [συκοφάντης] sycofante, vrouwelijke sycofant.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφάντρια: ἡ сикофантка, доносчица Arph.

Middle Liddell

σῡκοφάντρια, ἡ, [fem. of συκοφάντης, Ar.]