φρονηματισμός
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
ὁ, A presumptuousness, arrogance, Plb(?).Fr.235, Them.Or.21.251b.
German (Pape)
[Seite 1308] ὁ, das Muthig-, Edelmüthig-, Großmüthigmachen; aber auch tadelnd, das Hochmüthig-, Stolzmachen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φρονημᾰτισμός: ὁ, ἔπαρσις, τῦφος, ἀλαζονεία. Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 136, Θεμίστ. 251Β.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ φρονηματίζω
νεοελλ.
σωφρονισμός
μσν.-αρχ.
αλαζονεία, έπαρση.
Russian (Dvoretsky)
φρονημᾰτισμός: ὁ высокомерие, надменность Polyb.