μισόνοθος

From LSJ
Revision as of 15:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόνοθος Medium diacritics: μισόνοθος Low diacritics: μισόνοθος Capitals: ΜΙΣΟΝΟΘΟΣ
Transliteration A: misónothos Transliteration B: misonothos Transliteration C: misonothos Beta Code: miso/noqos

English (LSJ)

ον, A hating bastards, APl.4.94 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 192] den Bastard hassend, Ἥρη, in Beziehung auf Herakles, Archi. 27 (Plan. 94).

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόνοθος: -ον, ὁ, μισῶν τοὺς νόθους, Ἀνθ. Πλαν. 94.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait le bâtard (Héraclès), ép. d’Héra.
Étymologie: μισέω, νόθος.

Greek Monolingual

μισόνοθος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους νόθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + νόθος.

Greek Monotonic

μῑσόνοθος: -ον, αυτός που αποστρέφεται τα εκτός γάμου παιδιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῑσό-νοθος, ον
hating bastards, Anth.