συνωριαστής

From LSJ
Revision as of 11:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωριαστής Medium diacritics: συνωριαστής Low diacritics: συνωριαστής Capitals: ΣΥΝΩΡΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: synōriastḗs Transliteration B: synōriastēs Transliteration C: synoriastis Beta Code: sunwriasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.

Greek (Liddell-Scott)

συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
conducteur d’un char à deux chevaux.
Étymologie: συνωρίς.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που οδηγεί συνωρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, -ίδος + κατάλ. -ιαστής μέσω ενός αμάρτυρου ρ. συνωριάζω].

Greek Monotonic

συνωριαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί συνωρίδα (συνωρίς), αμαξηλάτης σε άμαξα δύο αλόγων, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνωριαστής: οῦ ὁ συνωρίς синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνωριαστής -οῦ, ὁ [συνωρίς] menner van een tweespan.

Middle Liddell

συνωριαστής, οῦ, ὁ,
one who drives a συνωρίς, Luc. [from συνωρίζω