παλίμβιος
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
ον, A living again, Keil-Premerstein Erster Bericht p.9, Hsch., Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 448] wieder auflebend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμβιος: -ον, «ὡς ἐξ ἀναβιώσεως» Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
παλίμβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βίος.