παλινδαής

From LSJ
Revision as of 19:02, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνδᾰής Medium diacritics: παλινδαής Low diacritics: παλινδαής Capitals: ΠΑΛΙΝΔΑΗΣ
Transliteration A: palindaḗs Transliteration B: palindaēs Transliteration C: palindais Beta Code: palindah/s

English (LSJ)

ές, (Δάω) A learnt again, Hsch.

German (Pape)

[Seite 450] ές, = παλίγγνωστος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινδᾰής: -ές, (*δάω) ὁ ἐκ νέου γνωσθείς, παλίγγνωστος, Ἡσύχιος.

Greek Monolingual

παλινδαής, -ές (Α)
αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δαής (< θ. δαη-, πρβλ. -δάην, αόρ. β' του αμάρτυρου δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α-δαής, ορθο-δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)].