παράθραυμα
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
Full diacritics: παράθραυμα | Medium diacritics: παράθραυμα | Low diacritics: παράθραυμα | Capitals: ΠΑΡΑΘΡΑΥΜΑ |
Transliteration A: paráthrauma | Transliteration B: parathrauma | Transliteration C: parathravma | Beta Code: para/qrauma |
ατος, τό, A anything broken off, fragment, in plural, Ar. Fr.366 (v.l. -αυσμ-).
και, κατά δ. αναγν., παράθραυσμα, τὸ, Α παραθραύω
θραύσμα από κάτι.