πεζοπόρος
English (LSJ)
ον, A going by land, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. AP12.53 (Mel.); ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, of Xerxes, ib.9.304 (Parmen.).
German (Pape)
[Seite 542] zu Fuße gehend oder reisend; ποσσί, Mel. 80 (XII, 53); πελάγους, Parmen. 9 (IX, 304).
Greek (Liddell-Scott)
πεζοπόρος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ὁδοιπορῶν, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. Ἀνθ. Π. 12. 53· ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου (ἴδε πεζεύω), αὐτόθι 9. 304.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va à pied, qui va sur terre.
Étymologie: πεζός, πορεύομαι.
Greek Monolingual
-ο / πεζοπόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πορεύεται στην ξηρά και όχι στη θάλασσα, οδοιπόρος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. α) αυτός που διανύει μια απόσταση με τα πόδια στην ξηρά, πεζοδρόμος
β) αυτός που είναι ικανός για πεζοπορία («είναι δεινός πεζοπόρος»)
γ) ζωολ. γένος παπαγάλων της Αυστραλίας που ανήκουν στην οικογένεια τών πλατυκερκιδών και χαρακτηρίζονται από το επίμηκες σώμα τους
αρχ.
(για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη γέφυρα στον Ελλήσποντο) αυτός που περπατά σε γέφυρα πάνω από θάλασσα («ναύτην ἠπείρου, πεζοπόρον πελάγους», Παρμεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσοπόρος.
Greek Monotonic
πεζοπόρος: -ον, αυτός που βαδίζει στην ξηρά, σε Ανθ.· ναύτης ἠπείρου, πεζοπόρος πελάγους, λέγεται για τον Ξέρξη, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πεζοπόρος: передвигающийся пешком или сухим путем Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεζοπόρος -ον [πεζός, πόρος] over land gaand.
Middle Liddell
πεζο-πόρος, ον,
going by land, Anth.; ναύτης ἠπείρου π. πελάγους, of Xerxes, Anth.