πενταπλήσιος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
A v. πενταπλάσιος.
German (Pape)
[Seite 557] ion. statt. πενταπλάσιος.
Greek (Liddell-Scott)
πενταπλήσιος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πενταπλάσιος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πενταπλάσιος.
Greek Monolingual
-ίη, -ον, Α
ιων. τ. βλ. πενταπλάσιος.