περιοκέλλω

From LSJ
Revision as of 20:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοκέλλω Medium diacritics: περιοκέλλω Low diacritics: περιοκέλλω Capitals: ΠΕΡΙΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: periokéllō Transliteration B: periokellō Transliteration C: periokello Beta Code: perioke/llw

English (LSJ)

prop. of a ship, A run aground: metaph., εἰς ἐπιτηδεύσεις χειρίστας π. fall into the worst habits, D.S.12.12.

German (Pape)

[Seite 585] eigtl. vom Schiffe, auf den Strand laufen, dah. übh. in eine üble Lage gerathen, Sp., wie D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

περιοκέλλω: κυρίως ἐπὶ πλοίου, ἐξοκέλλω· μεταφ., π. εἰς χειρίστας ἐπιτηδεύσεις, ἐμπίπτω εἰς τὰς χειρίστας ἕξεις, Διόδ. 12. 12.

Greek Monolingual

Α
1. (για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω
2. μτφ. καταντώ, περιπίπτω σε κακή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀκέλλω «πέφτω έξω, καταντώ»].

Russian (Dvoretsky)

περιοκέλλω: досл. причаливать, приставать к берегу, перен. попадать впадать (εἰς χειρίστας ἐπιτηδεύσεις Diod.).