περιρρίπτω
From LSJ
English (LSJ)
A cast around or over, μυίῃσι… χεῖρα prob. in Q.S.8.332:—Pass., aor. 2 inf. περιρριφῆναι Sch.A.R.2.1210; to be thrown about, νεκρά, ὀστᾶ, Agath.2.1,23.
Greek Monolingual
Α
1. ρίχνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή πάνω σε κάτι άλλο
2. παθ. περιρ-, ρίπτομαι
ρίχνομαι γύρω, ολόγυρα, διασκορπίζομαι.