πλατυπόρφυρος

From LSJ
Revision as of 20:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτυπόρφῠρος Medium diacritics: πλατυπόρφυρος Low diacritics: πλατυπόρφυρος Capitals: ΠΛΑΤΥΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: platypórphyros Transliteration B: platyporphyros Transliteration C: platyporfyros Beta Code: platupo/rfuros

English (LSJ)

ον, A with broad purple border, ἱμάτιον Archipp.39.

German (Pape)

[Seite 627] mit breitem Purpurstreifen od. -saume, ἱμάτιον, Archipp. bei Poll. 7, 63.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτυπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, ἱμάτιον Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 5· ἐπὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ laticlavium, Χρησμ. Σιβ. 8. 73.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ένδυμα) αυτός που έχει πλατιά πορφυρή ταινία ή αυτός που έχει πλατιά παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πορφυρός].