πολυάρματος

From LSJ
Revision as of 13:44, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάρμᾰτος Medium diacritics: πολυάρματος Low diacritics: πολυάρματος Capitals: ΠΟΛΥΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polyármatos Transliteration B: polyarmatos Transliteration C: polyarmatos Beta Code: polua/rmatos

English (LSJ)

ον, A with many chariots, S.Ant.149 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 659] mit vielen Wagen, reich an Streitwagen, Theben, Soph. Ant. 149.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ἅρματα, Σοφ. Ἀντ. 149F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux chars nombreux.
Étymologie: πολύς, ἅρμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά άρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + -άρματος (< ἅρμα, -τος), πρβλ. ευ-άρματος, χρυσ-άρματος).

Greek Monotonic

πολυάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει πολλά άρματα, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάρματος -ον [πολύς, ἅρμα] met veel strijdwagens.

Russian (Dvoretsky)

πολυάρμᾰτος: богатый (боевыми) колесницами (Θήβη Soph.).

Middle Liddell

πολυ-άρμᾰτος, ον, ἅρμα
with many chariots, Soph.