πολυανδρεῖον
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
τό, A common burial-place, IG22.1035.33, al., Favorin. in PVat.11.8.20; Αακώνων SIG826 Eiii32 (Delph., ii B. C.); cf. πολυάνδριος 11.2.
Greek Monolingual
τὸ, Α πολύανδρος
νεκροταφείο πολλών ανδρών.