πομφολυγώδης

From LSJ
Revision as of 21:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφολῠγώδης Medium diacritics: πομφολυγώδης Low diacritics: πομφολυγώδης Capitals: ΠΟΜΦΟΛΥΓΩΔΗΣ
Transliteration A: pompholygṓdēs Transliteration B: pompholygōdēs Transliteration C: pomfolygodis Beta Code: pomfolugw/dhs

English (LSJ)

ες, A like bubbles, Archig. ap. Gal.8.509,931.

German (Pape)

[Seite 679] ες, blasenartig, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

πομφολυγώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πομφόλυγας, Γαλην.

Greek Monolingual

-ες, ΝΑ πομφόλυξ, -υγος]
όμοιος με πομφόλυγα ή γεμάτος πομφόλυγες;
νεοελλ.
1. φρ. «πομφολυγώδη νοσήματα»
ιατρ. νοσήματα που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη πομφολύγων, όπως είναι οι πομφολυγώδεις δερματοπάθειες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε αντιδράσεις τών φαρμακευτικών τοξικοδερμιών από λήψη φαρμάκων όπως το ιώδιο, το βρώμιο κ.ά. και οι οποίες είναι στην πλειονότητά τους καλοήθεις
2. μτφ. (για λόγο) κενός από νόημα ή περιεχόμενο, μάταιος
αρχ.
ανυπόστατος, πλασματικός.