προαπολύω
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
A dismiss, send away before, App.BC4.101.
German (Pape)
[Seite 708] vorher lösen, befreien, Clem. Alex.
Greek Monolingual
Α
απελευθερώνω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπολύω «λύνω, απελευθερώνω»].