προνομεία

From LSJ
Revision as of 18:46, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνομεία Medium diacritics: προνομεία Low diacritics: προνομεία Capitals: ΠΡΟΝΟΜΕΙΑ
Transliteration A: pronomeía Transliteration B: pronomeia Transliteration C: pronomeia Beta Code: pronomei/a

English (LSJ)

ἡ, (A προνομή 1) going out to forage or plunder, Plb.4.68.3 (v.l. προνομαί): rejected by Thom.Mag.p.275 R.

German (Pape)

[Seite 736] ἡ, Fouragirung, Plünderung, Suid. erkl. σκύλευσις.

Greek (Liddell-Scott)

προνομεία: ἡ, (προνομὴ Ι) στρατιωτικὴ ἐκδρομὴ εἰς τὴν χώραν τῶν πολεμίων πρὸς ἁρπαγὴν φορβῆς ἢ πρὸς σκύλευσιν ἢ ἁρπαγὴν τροφῆς, διαρπαγή, σκύλευσις, λεηλασία, ἐπισιτισμὸς ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν δι’ ἁρπαγῆς, Πολύβ. 4. 68, 3 (διάφ. γρ. προνομαί), Θωμ. Μάγιστρ. 742 (ἔνθα προνομία), πρβλ. Μοῖρ. 304 ἐν λ. προνομεύειν, ἔνθα ἴδε σημ. τοῦ ἐκδότου.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προνομεύω
η διαρπαγή αγαθών από εχθρική χώρα, με σκοπό την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών του στρατεύματος.

Russian (Dvoretsky)

προνομεία: ἡ pl. (хищническое) снятие урожая, опустошение (чужих) полей Polyb.