προσομοιάζω
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
A to be like, Gp.2.21.6.
German (Pape)
[Seite 774] ähnlich sein, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
προσομοιάζω: εἶμαι προσόμοιος, ὅμοιος πρός τι, Γεωπ. 2, 21, 6.
Greek Monolingual
ΝΜ, και προσμοιάζω Ν προσόμοιος
(αμτβ.) είμαι προσόμοιος, σχεδόν όμοιος, παρεμφερής με κάποιον, παρουσιάζω ορισμένες ομοιότητες
νεοελλ.
(μτβ.) αποδίδω σε κάποιον γνωρίσματα που υπάρχουν και σε άλλον, προσπαθώ να συμπεράνω από τη μορφή του ποιος είναι.