τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Full diacritics: προσηνεύομαι | Medium diacritics: προσηνεύομαι | Low diacritics: προσηνεύομαι | Capitals: ΠΡΟΣΗΝΕΥΟΜΑΙ |
Transliteration A: prosēneúomai | Transliteration B: prosēneuomai | Transliteration C: prosineyomai | Beta Code: proshneu/omai |
A gloss on σαίνω, Hsch.
[Seite 765] milde, freundlich sein, Hesych. v. σαίνω.
προσηνεύομαι: ἀποθ., εἶμαι προσηνής, Ἡσύχ., ἐν λ. σαίνει.
Α προσηνής
(κατά τον Ησύχ.) «σαίνω».