πρόχωμα

From LSJ
Revision as of 11:59, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόχωμα Medium diacritics: πρόχωμα Low diacritics: πρόχωμα Capitals: ΠΡΟΧΩΜΑ
Transliteration A: próchōma Transliteration B: prochōma Transliteration C: prochoma Beta Code: pro/xwma

English (LSJ)

ατος, τό, A earth thrown up before a place, dam, IG7.3170.5 (Orchom.Boeot.); v.l. for πρόσχωμα in LXX 2 Ki.20.15, Str.13.1.36.

German (Pape)

[Seite 800] die vor einem Orte aufgeschüttete oder angeschwemmte Erde, Strab., v.l. für πρόσχωμα.

Greek (Liddell-Scott)

πρόχωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, γῆ συσσεσωρευμένη ἔμπροσθεν τόπου τινὸς ὅπως ἐμποδίσῃ τι, φραγμός, Ἐπιγρ. Ὀρχομ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1569c., διάφ. γραφ. ἐν Στράβ. ἀντὶ προσχ-.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ προχώννυμι
τεχνητή προεξοχή του εδάφους μπροστά από το χαράκωμα, με μικρό ύψος, κατασκευασμένη από χωμάτινους όγκους
μσν.-αρχ.
χώμα συσσωρευμένο μπροστά από ένα σημείο.