πρόσπλατος

From LSJ
Revision as of 22:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσπλᾱτος Medium diacritics: πρόσπλατος Low diacritics: πρόσπλατος Capitals: ΠΡΟΣΠΛΑΤΟΣ
Transliteration A: prósplatos Transliteration B: prosplatos Transliteration C: prosplatos Beta Code: pro/splatos

English (LSJ)

ον, (προσπίλναμαι) A approachable, ξένοις A.Pr.716 (Elmsl. for πρόσπλαστοι).

Greek (Liddell-Scott)

πρόσπλᾱτος: -ον, (προσπλάζω) προσιτός, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 716· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσι πρόσπλαστοι, ἀλλ’ ἴδε Δινδ.

French (Bailly abrégé)

c. πρόσπλαστος.
Étymologie: πρός, πελάω.

Greek Monolingual

-ον, Α προσπελάζω
ευπρόσιτος, προσιτός.

Greek Monotonic

πρόσπλᾱτος: -ον (προσπλάζω), προσιτός, προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσπλατος -ον [προσπίλναμαι] benaderbaar.

Middle Liddell

πρόσ-πλᾱτος, ον, προσπλάζω
approachable, Aesch.