πρωτοστολιστής
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A chief of the στολισταί, PGrenf.1.44 ii 2 (ii B.C.), CIG4945 (Philae, v A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοστολιστής: -οῦ, ὁ, ὁ πρῶτος τῶν στολιστῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4945, 4946.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο αρχηγός τών στολιστών, τών ατόμων που στόλιζαν τα αγάλματα τών θεών ή φύλαγαν τις ιερές ενδυμασίες ή τα ιερά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + στολίζω.