πρωτοστολιστής

From LSJ
Revision as of 22:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοστολιστής Medium diacritics: πρωτοστολιστής Low diacritics: πρωτοστολιστής Capitals: ΠΡΩΤΟΣΤΟΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: prōtostolistḗs Transliteration B: prōtostolistēs Transliteration C: protostolistis Beta Code: prwtostolisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A chief of the στολισταί, PGrenf.1.44 ii 2 (ii B.C.), CIG4945 (Philae, v A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοστολιστής: -οῦ, ὁ, ὁ πρῶτος τῶν στολιστῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4945, 4946.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο αρχηγός τών στολιστών, τών ατόμων που στόλιζαν τα αγάλματα τών θεών ή φύλαγαν τις ιερές ενδυμασίες ή τα ιερά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + στολίζω.