πτοιώδης
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ες, (πτοία) A scared, shy, Hp.Epid.6.2.20, cf. Erot.; ὁρμαί, ἄγνοια, Stoic.3.166.
German (Pape)
[Seite 811] ες, = πτοώδης, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πτοιώδης: -ες, ἴδε πτοώδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πτοία
1. (για πρόσ.) φοβισμένος, τρομαγμένος
2. (για ψυχική κατάσταση) αυτή που οφείλεται σε φόβο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτοιώδης -ες [πτοία] angstig.