πόρευσις
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
εως, ἡ, A = πορεία, γένεσις π. εἰς τὸ εἶναι Pl.Def.411a, cf. LXXGe.33.14.
German (Pape)
[Seite 682] ἡ, = πορεία, Sp., wie Schol. Lycophr. 11; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πόρευσις: ἡ, = πορεία, Πλάτ. Ὅροι 411Α, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΓϳ, 14).
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α πορεύω
1. πορεία
2. μτφ. μετάβαση σε μία κατάσταση.
Russian (Dvoretsky)
πόρευσις: εως ἡ Plat. = πορεία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόρευσις -εως, ἡ [πορεύω] voortbeweging.