πώρωμα
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ατος, τό, A hardened part, callus, Hp.Fract.47, Poll.4.203.
German (Pape)
[Seite 828] τό, verhärteter Theil, Verhärtung, Sp., bes. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πώρωμα: τό, μέρος ἐσκληρυμένον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 779, Πολυδ. Δ΄, 203.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πωρῶ, -ώνω
νεοελλ.
η πώρωση
αρχ.
κάλος, τύλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πώρωμα -ατος, τό [πωρόω] botherstel.