πυόρροια

From LSJ
Revision as of 22:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠόρροια Medium diacritics: πυόρροια Low diacritics: πυόρροια Capitals: ΠΥΟΡΡΟΙΑ
Transliteration A: pyórroia Transliteration B: pyorroia Transliteration C: pyorroia Beta Code: puo/rroia

English (LSJ)

ἡ, A discharge of matter, Dsc.5.113.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
εκροή πύου σε μεγάλη ποσότητα («φατνιακή πυόρροια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυορροῶ. Η λ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pyorrhea].